- ξανθοκόκκινος
- -η, -ο1. αυτός που έχει χρώμα ανάμεσα στο ξανθό και το κόκκινο.2. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά και δέρμα κοκκινωπό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξανθοκόκκινος — η, ο 1. αυτός που έχει χρώμα μεταξύ ξανθού και κόκκινου, πυρρός 2. αυτός που έχει μαλλιά ξανθά και δέρμα ερυθρωπό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο λεξικό γαλλικής γλώσσας τού Γρ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek
πυρρός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… … Dictionary of Greek
υπόπυρρος — ον, Α ξανθοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυρρός «ερυθρός, ξανθοκόκκινος»] … Dictionary of Greek
ερυθρόξανθος — η, ο (Α ἐρυθρόξανθος, ον) ερυθρός και ξανθός, ξανθοκόκκινος … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
πυρρόχρους — ουν, και πυρρόχροος, η, ο / πυρρόχροος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πυρρό χρώμα, ξανθοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + χροος / χρους (< χρώς, χροός), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek
ρου(σ)σόξανθος — η, ο, Ν ξανθοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρού(σ)σος + ξανθός] … Dictionary of Greek
ρούσος — α, ο / ῥούσιος, ον, ΝΜΑ, και ρούσσος Ν, και ῥουσαῑος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α (κυρίως για το χρώμα τών μαλλιών) κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος (α. «ρούσα παπαδιά» β. «ποια ναι η άσπρη, ποια ναι η ρούσα») μσν. αρχ. «οἱ ρούσιοι» οι… … Dictionary of Greek
σπάδικας — ο / σπάδιξ, ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία τού αραβοσίτου 2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων τού… … Dictionary of Greek
φλογώδης — ες / φλογώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλόξ, φλογός] 1. όμοιος με φλόγα, καυτερός 2. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρρός, ξανθοκόκκινος νεοελλ. γεμάτος φλόγες αρχ. 1. ιατρ. ερυθρός λόγω φλεγμονής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλογῶδες α) ακτινοβολούμενη… … Dictionary of Greek